- ρουκάνα
- ηβλ. ροκάνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ροκάνα — και ρουκάνα, η, Ν 1. μεγάλο ροκάνι, πλάνη 2. ιδιόφωτο ξύλινο μουσικό όργανο, με οδοντωτό τροχό στερεωμένο σε άξονα λαβή, ώστε να παράγει ισχυρό και ξηρό κρότο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥυκάνη] … Dictionary of Greek
ρυκάνη — η / ῥυκάνη, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥυκάνα Α ξυλουργικό εργαλείο, η πλάνη, το ροκάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥυκάνη ανάγεται, κατά μία άποψη, στην ΙΕ ρίζα *reuk «μαδώ, γδέρνω, απογυμνώνω» (πρβλ. λατ. runco «σκαλίζω, βοτανίζω») + επίθημα άνη (πρβλ. δρεπ άνη, σκαπ … Dictionary of Greek